- μυελομηνιγγίτιδα
- ηιατρ. η μηνιγγομυελίτιδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myelomeningite (< μυελός + μηνιγγῖτις). Η λ., στον λόγιο τ. μυελομηνιγγῖτις, μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… … Dictionary of Greek